Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μένος καὶ γυῖα

См. также в других словарях:

  • φαίδιμος — ον, θηλ. και ίμη, Α (ποιητ. τ.) 1. (ιδίως για μέλη τού ανθρώπινου σώματος αλειμμένα με λάδι) αυτός που λάμπει, στιλπνός («καὶ μὲν τῶν ὑπέλυσε μένος καὶ φαίδιμα γυῑα», Ομ. Ιλ.) 2. (για ήρωα) ένδοξος, ονομαστός 3. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ κατὰ ψυχὴν… …   Dictionary of Greek

  • σχέτλιος — ία, ον, θηλ. και ίη και σπαν. ος, Α 1. (για πρόσ.) επίμονος, ακατάβλητος, απτόητος, συνήθως με παράλληλη σημασία τού τρομερού και τού ολέθριου (α. «σχέτλιός ἐσσι γεραιέ σὺ μὲν πόνου οὔ ποτε λήγεις», Ομ. Ιλ. β. «σχέτλιός εἰς, Ὀδυσσεῡ περί τι μένος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»